περικυκλώ — (I) έω, ΜΑ [κυκλώ, έω] μσν. 1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω 2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω αρχ. 1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω 2. παθ. περικυκλοῡμαι, έομαι κυμαίνομαι. (II) όω, ΜΑ βλ. περικυκλώνω … Dictionary of Greek
περικυκλώνω — περικυκλῶ, όω, ΝΜΑ περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς νεοελλ. στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ μσν. περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω αρχ. 1. περιέρχομαι 2. μέσ. περικυκλοῡμαι όομαι… … Dictionary of Greek
περίκυκλος — ον, Α 1. ο εντελώς σφαιροειδής, ολοστρόγγυλος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) περικύκλῳ γύρω γύρω, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κύκλος (πρβλ. υπό κυκλος)] … Dictionary of Greek
περικύκλησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [περικυκλώ] κυκλική κίνηση, περιστροφή («ἡ περικύκλησις τού χρόνου», Ιω. Λυδ.) … Dictionary of Greek
περικύκλωση — η / περικύκλωσις, ώσεως, ΝΑ [περικυκλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικυκλώνω, κύκλωση από όλες τις πλευρές νεοελλ. στρ. ο αποκλεισμός μιας στρατιωτικής δύναμης από όλες τις κατευθύνσεις, με σκοπό την παρεμπόδιση τού εφοδιασμού και τών… … Dictionary of Greek
ՇՈՒՐՋԱՆԱԿԱՒ — ( ) NBH 2 0492 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c իբր մ. κύκλῳ, περικύκλῳ, κυκλόθεν in circulo, in orbe, in circuitu, circum, circulatim. եւ στρεφόμενος versans, versatus, versatilis ἔλικτος convolutus. Շրջանակաւ. շրջանաւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇՈՒՐՋԱՆԱԿԻ — ( ) NBH 2 0492 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 14c մ. κυκλόθεν, ἑν κύκλῳ, περικύκλῳ, στρεπτόν circumquaque, undique, in circuitu, circum. Շուրջ՝ յամենայն կողմանց. յամենայն կողմանս. ընդ ամենայն կողմանս. չորս դիէն. ... *Հանգոյց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)